ἀσφαλιζομένου

ἀσφαλιζομένου
ἀσφαλίζομαι
pres part mp masc/neut gen sg
ἀσφαλίζω
fortify
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντασφάλιση — η η ασφάλιση μεταξύ ενός πρώτου ασφαλιστή που παίρνει τη θέση ασφαλιζόμενου και ενός άλλου ασφαλιστή ή ασφαλιστών που καλύπτει την ευθύνη του πρωτασφαλιστή από ασφαλιστικές συμβάσεις με άλλους ασφαλισμένους …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”